πλουτάρχειος

πλουτάρχειος
-α, -ο / πλουτάρχειος, -εία, -ον, ΝΑ [Πλούταρχος]
αυτός που ανήκει στον Πλούταρχο ή που είναι γραμμένος από αυτόν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πλουταρχείων — Πλουτάρχειος of fem gen pl Πλουτάρχειος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλουτάρχειοι — Πλουτάρχειος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”